- ἀεροπόρου
- ἀεροπόροςtraversing the airmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Πεγκού, Αντόλφ — (Pegoud, Μονφερά 1889 – Πετί Κρουά, Αλσατία 1915). Γάλλος αεροπόρος. Αφού υπηρέτησε αρκετά χρόνια ως αξιωματικός ιππικού στο Μαρόκο, αφοσιώθηκε στην αεροπορία. Το 1913 έπεσε για πρώτη φορά με αλεξίπτωτο από αεροπλάνο και τον ίδιο χρόνο… … Dictionary of Greek